Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πύρρειος -ος / -α -ο [pírios] Ε15 : στην έκφραση ~ / πύρρεια νίκη, επιτυχία που πραγματοποιείται με μεγάλες απώλειες για το νικητή.
[λόγ. < αρχ. Πύρρ(ος) -ειος μτφρδ. αγγλ. Ρyrrhic (< αρχ. Πύρρος)]