Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πύξος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πύξος ο [píksos] Ο18 & πυξός o [piksós] Ο17 : το πυξάρι.

[λόγ. < αρχ. πύξος ἡ μεταπλ. σε αρσ. κατά τα άλλα αρσ. -ος· μετακ. τόνου(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες