Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πότισμα το [pótizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ποτίζω (κυρ. στις σημ. 1, 2): Tο ~ των λουλουδιών / των χωραφιών / των φυτών. Ο πάπυρος χρειάζεται καθημερινό ~. Πηγαίνει τα ζώα για ~.
[ελνστ. πότισμα `γουλιά νερό΄ κατά την εξέλ. του επιθήματος -μα]