Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πόσος -η -ο [pósos] αντων. (βλ. Ε3) : 1. ερωτηματική, σε θέση επιθέτου εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις, με τις οποίες ζητούνται πληροφορίες για μεγέθη, αριθμούς, ποσότητες, χρόνο, έκταση, αξία κτλ.· βρίσκεται σε αντιστοιχία με τις αντωνυμίες όσος, τόσος, κάμποσος που απαντούν στην ερώτηση πόσος: Πόσους κατοίκους έχει η Ελλάδα; Πόσες μέρες θα κρατήσει το ταξίδι; Πόσες φορές πρέπει να το πω για να καταλάβεις; Πόσων χρονών είναι το παιδί; Πόσα στρέμματα είναι το χωράφι; Πόσα κιλά ζυγί ζεις; Ρώτησαν πόσα χρήματα θα στοιχίσει. 2. σε καταφατική επιφωνημα τική πρόταση με τη σημασία πάρα πολύς, υπερβολικά πολύς: Πόσα βάσανα, πόσες στενοχώριες πέρασε για να τους σπουδάσει!, πέρασε πάρα πολλά βάσανα
[αρχ. πόσος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποσοστιαίος -α -ο [posostiéos] Ε4 : που αναφέρεται, που εκφράζεται σε ποσοστά, που έχει σχέση με αυτά: Οι μη καπνιστές είναι σε ποσοστιαία αναλογία περισσότεροι από τους καπνιστές. Ποσοστιαία σύνθεση μιας χημικής ένωσης.
ποσοστιαία ΕΠIΡΡ. [λόγ. ποσοστ(όν) -ιαίος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποσοστό το [posostó] Ο38 : κλασματικό μέρος ποσού, που εκφράζει σχέσεις, αντιστοιχίες και που ορίζεται συνήθ. σε εκατοστά ή χιλιοστά: ~ επί των εισπράξεων / επί των κερδών. ~ επί τοις εκατό (%) / επί τοις χιλίοις (δ). Xαμηλό / υψηλό / σημαντικό / μέτριο ~. Ποσοστά γεννητικότητας / θνησιμότητας / αυτοκτονιών. Δουλεύει με ποσοστά, αμείβεται ανάλογα με τα κέρδη ή τις εισπράξεις. ~ (συν)ιδιοκτησίας. Διεκδικεί ~ 20% επί των κερδών. Tα είδη πολυτελείας έχουν υψηλό ποσοστό κέρδους. || τμήμα ενός συνόλου: Mεγάλο ~ των κατοίκων του νησιού ασχολείται με τον τουρισμό.
[λόγ. πόσ(ος) -οστόν ουδ. του -οστός μτφρδ. γαλλ. tantième (από το συσχετισμό tantième quantième)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποσόστωση η [posóstosi] Ο33 : ο καθορισμός ποσοστών σε σχέση προς ένα (σύν)ολο: H Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε ποσοστώσεις στα γεωργικά προϊόντα, καθόρισε τα ποσοστά παραγωγής, εισαγωγής ή εξαγωγής (ανά προϊόν) σε κάθε χώρα.
[λόγ. ποσοστ(όν) -ωσις > -ωση]