Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πόσιμος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πόσιμος -η -ο [pósimos] Ε5 : (για υγρά και ιδ. για νερό) που είναι κατάλ ληλος, προορισμένος για να πίνεται: Tο νερό (δεν) είναι πόσιμο. Έλλειψη πόσιμου νερού.

[λόγ. < ελνστ. πόσιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες