Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πόσιμος -η -ο [pósimos] Ε5 : (για υγρά και ιδ. για νερό) που είναι κατάλ ληλος, προορισμένος για να πίνεται: Tο νερό (δεν) είναι πόσιμο. Έλλειψη πόσιμου νερού.
[λόγ. < ελνστ. πόσιμος]