Παράλληλη αναζήτηση
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πόρτο 1 το [pórto] Ο39 : (ναυτ., παρωχ.) το λιμάνι.
[ιταλ. porto]
- πόρτο 2 το & πορτό το [portó] Ο (άκλ.) : ποικιλία γλυκού και αρωματικού πορτογαλικού κρασιού.
[ιταλ. porto < πορτογαλ. τοπων. Ρorto (πόλη στο κέντρο της παραγωγής)· λόγ. < γαλλ. porto < πορτογαλ. Ρorto]
- πορτογαλέζικος -η -ο [portoγalézikos] Ε5 : (προφ.) πορτογαλικός. || (ως ουσ.) τα πορτογαλέζικα, η πορτογαλική γλώσσα: Στη Bραζιλία μιλούν πορτογαλέζικα.
πορτογαλέζικα ΕΠIΡΡ σε πορτογαλική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [Πορτογαλ(ία) -έζικος κατά το -έζ(ος) -ικος (σύγκρ. δανέζικος)]
- πορτογαλικός -ή -ό [portoγalikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Πορτογαλία ή στους Πορτογάλους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Πορτογαλική κυβέρνηση / γλώσσα. Πορτογαλικά προϊόντα. || (ως ουσ.) η πορτογαλική, τα πορτογαλικά, η πορτογαλική γλώσσα.
πορτογαλικά ΕΠIΡΡ σε πορτογαλική γλώσσα: Bιβλίο γραμμένο ~. [λόγ. Πορτογαλ(ία) -ικός < μσνλατ. Ρortugal(ia) (προφ. [-gá-] ) -ία (< Ρortus Cale `Λιμάνι της Γαΐας΄) [u > o] από επίδρ. του ιταλ. Ρortogallo]
- πορτοκαλάδα η [portokaláδa] Ο26 : αναψυκτικό που παρασκευάζεται από χυμό πορτοκαλιού (με ή χωρίς ζάχαρη): ~ με φυσικό χυμό. ~ χωρίς συντηρητικά.
[πορτοκάλ(ι) -άδα]
- πορτοκαλεώνας ο [portokaleónas] Ο2 : έκταση όπου καλλιεργούνται συστηματικά πορτοκαλιές: Στη νότια Ελλάδα υπάρχουν πολλοί πορτοκαλεώνες.
[λόγ. πορτοκάλ(ι) -εών > -εώνας]
- πορτοκαλής -ιά -ί [portokalís] Ε8 & πορτοκαλί [portokalí] Ε (άκλ.) : που έχει χρώμα ανάμεσα στο κόκκινο και το κίτρινο: Tο πορτοκαλί χρώμα είναι το χρώμα του πορτοκαλιού. Mια πορτοκαλί μπλούζα. || (ως ουσ.) το πορτοκαλί, το πορτοκαλί χρώμα: Ήρθε ντυμένη στα πορτοκαλιά.
[πορτοκάλ(ι) -ής· πορτοκάλ(ι) -ί 4]
- πορτοκάλι το [portokáli] Ο44 : ο σφαιρικός, χυμώδης καρπός της πορτοκαλιάς: Ξινά / γλυκά πορτοκάλια. ~ με / χωρίς κουκούτσι. Kαθαρίζω / στύβω / τρώω ένα ~. ΠAΡ ΦΡ είναι / έχει κι αλλού πορτοκαλιές* που κάνουν πορτοκάλια.
[ιταλ. portogallo `γλυκό πορτοκάλι΄, ίσως από νότ. διάλ. portocallo `πορτοκάλι΄, πληθ. portocalli που θεωρήθηκε ουδ. εν. < Ρortogallo `Πορτογαλία΄ χώρα αρχικής εισαγωγής]
- πορτοκαλιά η [portokalá] Ο24 : οπωροφόρο δέντρο της οικογένειας των εσπεριδοειδών, με σκουροπράσινα φύλλα, άσπρα άνθη και σφαιρικούς χυμώδεις καρπούς, τα πορτοκάλια: Άνθισαν / ξεράθηκαν οι πορτοκαλιές. Άνθη / καρποί της πορτοκαλιάς. ΠAΡ ΦΡ είναι / έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, λέγεται σε περιπτώσεις που δεν αναγνωρίζουμε, αμφισβητούμε σε κπ. ή σε κτ. την αποκλειστικότητα, το αναντικατάστατο.
[πορτοκάλ(ι) -ιά]
- πορτοκαλόχρωμος -η -ο [portokalóxromos] Ε5 : που έχει πορτοκαλί χρώμα.
[λόγ. πορτοκάλ(ι) -ο- + -χρωμος]