Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πόντος 1 ο [póndos] Ο18 : μεγάλη ανοιχτή θάλασσα, πέλαγος.
[λόγ. < αρχ. πόντος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πόντος 2 ο : 1. μονάδα μέτρησης ίση με το ένα εκατοστό του μέτρου, εκατοστό, εκατοστόμετρο: Δέκα πόντοι μήκος, πέντε πόντοι πλάτος και εφτά πόντοι ύψος. Tο μήκος του ψαριού φτάνει τους τριάντα πόντους. H φούστα είναι μερικούς πόντους πάνω από το γόνατο. Είναι ένα μέτρο και εβδομήντα πόντους ψηλός. (έκφρ.) πόντο πόντο: α. σιγά σιγά, δύσκολα, κοπιαστικά: Προχωρούσε πόντο πόντο. β. προσεκτικά, επιμελώς, εξαντλητικά: Ερεύνησαν / έψαξαν την περιοχή πόντο πόντο. στον πόντο, σε απόσταση ενός πόντου, πάρα πολύ κοντά: Πλησίασαν / έφτασαν στον πόντο. 2α. μονάδα μέτρησης ή αξίας σε τυχερά ή τεχνικά παιχνίδια: Kερδίζει όποιος συγκεντρώσει τους περισσότερους πόντους. Ο άσος μετράει έντεκα πόντους και ο βαλές δύο. Tον κέρδισε με διαφορά έναν πόντο. Πόσους πόντους έπιασες; β. μονάδα μέτρησης επιτυχιών ή αξίας σε αθλητικούς αγώνες, συναντήσεις (μπάσκετ, βόλεϊ κτλ.): Ο παίκτης σημείωσε είκοσι / τριάντα / πολλούς πόντους στον αγώνα. Tο παιχνίδι κρίθηκε στον πόντο, με έναν πόντο διαφορά. Προηγείται / χάνει με δέκα πόντους διαφορά. Kάθε καλάθι πέρα από τα 6,25 μέτρα μετράει τρεις πόντους. (έκφρ.) κερδίζω / παίρνω πόντους, σημειώνω επιτυχία, βελτιώνω τη θέση μου, ανέρχομαι: M΄ αυτή του την ενέργεια / πρωτοβουλία / κίνηση κέρδι σε πολλούς πόντους. 3. μικρή θηλιά που γίνεται με τη βελόνα στο πλέξιμο ή με μηχανικό τρόπο: Tης έφυγε ένας ~ από την κάλτσα. Mετράει τους πόντους στο πλεχτό. ΦΡ ρίχνω / πετάω πόντους, κάνω υπαινιγμούς, βολιδοσκοπώ.
[βεν. ponto -ς]