Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πόντα η [pónda] Ο25 : (τεχν.) 1. αιχμηρό μεταλλικό εργαλείο του χεριού, που το χτυπάμε με σφυρί για να σημαδέψουμε, να χαράξουμε μεταλλικές επιφάνειες: Σώμα / κεφαλή / αιχμή πόντας. 2. ειδικό μηχάνημα για την ηλεκτροσυγκόλληση μεταλλικών επιφανειών.
[βεν. ponta]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πονταδόρος 1 ο [pondaδóros] Ο18 : καθένας που συμμετέχει, που ποντάρει σε τυχερά παιχνίδια.
[ποντ(άρω) 1 -αδόρος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πονταδόρος 2 ο : τεχνίτης ειδικευμένος σε συγκολλήσεις μετάλλων.
[πό ντ(α) -αδόρος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πονταρισιά 1 η [pondarisxá] Ο24 : ποντάρισμα 1.
[πονταρισ- (ποντάρω) 1 -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πονταρισιά 2 η : (τεχν.) το αποτέλεσμα του ποντάρω 2. 1. η χαρακιά, το σημάδι που γίνεται με πίεση, με χτύπημα (με την πόντα) επάνω σε μεταλλι κή επιφάνεια. 2α. καθένα από τα κοιλώματα (γούβες) που ανοίγονται με ειδικό μηχάνημα πάνω σε μεταλλικές επιφάνειες προκειμένου να επιτευχθεί η (ηλεκτρο)συγκόλλησή τους. β. κάθε επαφή του ηλεκτροδίου με τις προς συγκόλληση μεταλλικές επιφάνειες.
[πονταρισ- (ποντάρω) 2 -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποντάρισμα 1 το [pondárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ποντάρω 1, η συμμετοχή παίκτη ή το ποσό που κάθε φορά ποντάρεται σε τυχερά παιχνίδια.
[πονταρισ- (ποντάρω) 1 -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποντάρισμα 2 το : (τεχν.) η ενέργεια, η πράξη του ποντάρω 2. 1. η χάραξη ή το σημάδεμα μιας μεταλλικής επιφάνειας με την πόντα: Kατά το ~ η μύτη της πόντας πρέπει να έχει τη σωστή κλίση. 2. η συγκόλληση μεταλλικών επιφανειών.
[πονταρισ- (ποντάρω) 2 -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποντάρω 2 -ομαι : (τεχν.) 1. χαράζω, σημαδεύω μια μεταλλική επιφάνεια: H μύτη της πόντας πρέπει να είναι κάθετη προς την επιφάνεια που θέλουμε να ποντάρουμε. 2. συγκολλώ μεταλλικές επιφάνειες, εφαρμόζω κατάλληλα το ηλεκτρόδιο πάνω στις προς συγκόλληση επιφάνειες.
[βεν. ή παλ. ιταλ. pontar(e) -ω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποντάρω 1 [pondáro] -ομαι Ρ6 : 1. καταθέτω, στοιχηματίζω ένα χρηματικό ποσό συμμετέχοντας σε τυχερά κυρίως παιχνίδια και επιδιώκοντας (το) κέρδος: Ποντάρισα ένα χιλιάρικο στον άσο. ~ σ΄ έναν αριθμό της ρουλέτας / σ΄ ένα άλογο του ιπποδρόμου / σε μια ζαριά. 2. (μτφ.) βασίζομαι, υπολογίζω σε κτ. (κρίνοντας ότι μου παρέχει πιθανότητες επιτυχίας): Πολλές ταινίες ποντάρουν στο θέαμα, για να προσελκύσουν θεατές. Ο προπονητής ποντάρει στην άμυνα της ομάδας, για να νικήσει τον αντίπαλο.
[παλ. ιταλ. pontar(e) -ω]