Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πόλωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πόλωση η [pólosi] Ο33 : 1. (φυσ.) η βαθμιαία ελάττωση, εκμηδένιση της έντασης των ακτίνων του φωτός κατά την ανάκλαση ή τη διάθλασή τους και το αντίστοιχο φαινόμενο: Γραμμική / κυκλική / μερική / ολική ~. Επίπεδο / γωνία πόλωσης. 2. (ηλεκτρολ.) η αποκατάσταση μιας διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο αγωγών: ~ των ηλεκτροδίων, η μείωση του ρεύματος της ηλεκτρικής στήλης. 3. (μτφ.) κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την επικράτηση ακραίων αντίπαλων θέσεων, αντιλήψεων ή συμπεριφορών, από την έλλειψη (κλίματος) διαλόγου, συνεννόησης μεταξύ δύο ή περισσότερων πλευρών: Επήλθε ~ στην πολιτική ζωή / στο δημόσιο βίο της χώρας. H αδιαλλαξία οδήγησε τη συζήτηση στην ~. Kάθετη / τεχνητή ~.

[λόγ. πολω- (δες πολώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. polarisation < polaire (δες πολικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες