Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πόζα η [póza] Ο25α : 1. συγκεκριμένη και φροντισμένη στάση του σώματος κάποιου που πρόκειται να φωτογραφηθεί ή να χρησιμοποιηθεί ως μοντέλο: Φωτογραφήθηκε σε / πήρε διάφορες πόζες. Πάρε ~ να σε ζωγραφίσω / να σε σκιτσάρω. 2. (για πρόσ.) συνεκδοχικά, η φωτογραφία: Tης τράβηξα κάτι πολύ ωραίες πόζες. 3. (μτφ.) προσποιητή σοβαρότητα, στάση ακαταδεξίας: Mιλώ σε κπ. / αντιμετωπίζω / υποδέχομαι κπ. με ~. (έκφρ.) κρατάω / παίρνω ~, τηρώ μια συγκεκριμένη στάση επιτηδευμένης σοβαρότητας, ακαταδεξίας, κάνω το σπουδαίο, τον παρεξηγημένο κτλ.
[αντδ. < ιταλ. posa (από τη σημ.: `σταμάτημα στην κίνηση΄) < λατ. pausa < αρχ. παῦσις]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποζάρισμα το [pozárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ποζάρω.
[ποζάρ(ω) -ισμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποζάρω [pozáro] Ρ6α : 1. παίρνω συγκεκριμένη και φροντισμένη στάση προκειμένου να φωτογραφηθώ ή να χρησιμοποιηθώ ως μοντέλο: Ποζάρει μπροστά στο φακό. 2. (μτφ.) τηρώ μια συγκεκριμένη, προσποιητή, επιτηδευμένη συμπεριφορά, εμφανίζομαι, πλασάρομαι: Tου αρέσει να ποζάρει ως δυναμικός άντρας.
[ιταλ. posar(e) -ω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποζάτος -η -ο [pozátos] Ε3 : που τηρεί μια επιτηδευμένη στάση σοβαρότητας, ακαταδεξίας, που κάνει το σπουδαίο.
[ιταλ. posato -ς]