Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πωρώνω [poróno] -ομαι Ρ1 : 1. στερώ από κπ. τα ηθικά του κριτήρια, τον κάνω τελείως αναίσθητο από ηθική άποψη: Πωρωμένος άνθρωπος. Πωρωμένη συνείδηση. || (επέκτ., για συναισθήματα): Έχει πωρωθεί έτσι που να μην αισθάνεται ούτε χαρά ούτε λύπη. 2. (οικ.) φανατίζω κπ., του προκαλώ έντονο πάθος για κτ.: Tον πώρωσε με τον κινηματογράφο και άρχισε να πηγαίνει σχεδόν κάθε μέρα. Πωρώθηκα με την ιστιοπλοΐα.
[λόγ. < ελνστ. πωρ(ῶ) -ώνω, αρχ. σημ.: `δημιουργώ πώρο σε κάταγμα΄]