Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πωλητής ο [politís] Ο7 θηλ. πωλήτρια [polítria] Ο27 : 1. αυτός (νομικό ή φυσικό πρόσωπο) που κάνει ορισμένη πώληση, που πουλάει κτ. το οποίο του ανήκε. ANT αγοραστής: Aγοραστές και πωλητές συναντιούνται στο πα ζάρι. || (ως επίθ.): H πωλήτρια εταιρεία δεν τήρησε τους όρους του συμβολαίου πώλησης. 2α. υπάλληλος καταστήματος, ιδίως εμπορικού, που προσφέρει στους πελάτες τα είδη που ζητούν: Εργάζεται ως πωλήτρια σε πολυκατάστημα. Aυτόματος ~, για ειδικό μηχάνημα. β. οικονομολόγος ειδικός στο μάρκετιγκ.
[λόγ. < αρχ. πωλητής, ελνστ. πωλήτρια]