Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πφένιχ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πφένιχ το [pfénix] Ο (άκλ.) : νομισματική μονάδα που αντιστοιχεί με το ένα εκατοστό του γερμανικού μάρκου.

[λόγ. < γερμ. Ρfennig]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες