Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πυρόμετρο το [pirómetro] Ο42 : (τεχν.) όργανο κατάλληλο για τη μέτρη ση πολύ υψηλών θερμοκρασιών.
[λόγ. < γαλλ. pyromètre < pyro- = πυρο- + -mètre = -μετρον]