Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πυρόλυση η [pirólisi] Ο33 : (χημ.) διάσπαση μιας χημικής ένωσης με χρή ση υψηλής θερμοκρασίας.
[λόγ. < νλατ. pyrolysis < pyro- = πυρο- + αρχ. λύ(σις) -ση]