Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυρόλιθος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυρόλιθος ο [piróliθos] Ο20α : (λόγ.) η τσακμακόπετρα.

[λόγ. πυρο- + λίθος μτφρδ. γαλλ. pierre à feu]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες