Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πυρσός ο [pirsós] Ο17 : 1. γενική ονομασία για φορητά φωτιστικά αντικεί μενα, ιδίως για αναμμένο κομμάτι από δαδί (πρβ. δάδα) ή ξύλο (πρβ. δαυλός) ή κατασκευή που περιέχει εύφλεκτο υλικό: Δούλοι κρατώντας πυρσούς φώτιζαν τη νυχτερινή πομπή. 2. (σπάν., μτφ.) ό,τι φωτίζει, καθοδηγεί πνευματικά ή ηθικά: Ο ~ της παιδείας.
[λόγ.: 1: αρχ. πυρσός· 2: σημδ. γαλλ. flambeau]