Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πυρπολητής ο [pirpolitís] Ο7 : μέλος του πληρώματος και ιδίως κυβερνή της ενός πυρπολικού: Ο ~ Kανάρης.
[λόγ. < μσν. πυρπολητής `που ανάβει φωτιά΄ < πυρπολη- (πυρπολώ) -τής σημδ. του λαϊκού μπουρλοτιέρης (δες λ.)]