Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυρπολητής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυρπολητής ο [pirpolitís] Ο7 : μέλος του πληρώματος και ιδίως κυβερνή της ενός πυρπολικού: Ο ~ Kανάρης.

[λόγ. < μσν. πυρπολητής `που ανάβει φωτιά΄ < πυρπολη- (πυρπολώ) -τής σημδ. του λαϊκού μπουρλοτιέρης (δες λ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες