Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυροστιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυροστιά η [pirostxá] Ο24 : 1. μεταλλικός τρίποδας, τριγωνικός ή κυκλικός, που τον βάζουν επάνω από τη φωτιά για να στηρίξουν την κατσαρό λα, το τηγάνι κτλ. 2. (λαϊκότρ.) α. Πυροστιά, ο αστερισμός του Hνιόχου. β. χώρος του σπιτιού ειδικά διαμορφωμένος για το άναμμα της φωτιάς· (πρβ. τζάκι).

[μσν. πυροστία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < πυρεστία ( [e > o] κατά τα άλλα σύνθ.) < πυρ + εστία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες