Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πυρομετρία η [pirometría] Ο25 : (τεχν.) σύνολο γνώσεων και ενεργειών που σχετίζονται με τη μέτρηση πολύ υψηλών θερμοκρασιών.
[λόγ. < γαλλ. pyrométrie < pyro- = πυρο- + -métrie = -μετρία]