Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυροηλεκτρισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυροηλεκτρισμός ο [piroilektrizmós] Ο17 : (φυσ.) η ανάπτυξη αντίθετων ηλεκτρικών φορτίων στα δύο άκρα ενός κρυστάλλου λόγω μεταβολής της θερμοκρασίας του.

[λόγ. < διεθ. pyro- = πυρο- + electricity = ηλεκτρισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες