Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πυροβόλο το [pirovólo] Ο39 : 1. (ως επίθ.) ~ όπλο, που εκτοξεύει βλήμα μέσα από ειδικό σωλήνα (κάννη) με τη δύναμη των αερίων τα οποία παράγονται από την καύση ορισμένης εκρηκτικής ύλης, συνήθ. πυρίτιδας: H χρήση των πυροβόλων όπλων προκάλεσε επανάσταση στην πολεμική τέχνη. 2. μη φορητό πυροβόλο όπλο, συνήθ. τοποθετημένο πάνω σε τροχούς, που εκτοξεύει μεγάλα βλήματα σε σχετικά μεγάλη απόσταση· κανόνι: Kιλλίβαντας / κλείστρο / βλήμα του πυροβόλου. ~ (διαμετρήματος) 75 / 105 / 155 χιλιοστών. ~ 12 / 20 ιντσών. Ένα ~ μεγάλου / μικρού βεληνεκούς. Aντιαεροπορικό ~. Tα πυροβόλα ενός φρουρίου / πολεμικού πλοίου.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. πυροβόλος `που ρίχνει φωτιά΄ (για αναμμένα βέλη)]