Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πυροβολώ [pirovoló] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω βολή, ρίχνω με φορητό πυροβόλο όπλο: ~ με πιστόλι / με τουφέκι. Γιόρταζαν την επιτυχία τους πίνοντας και πυροβολώντας. α. ρίχνω με φορητό πυροβόλο όπλο προς ορισμέ νη κατεύθυνση: ~ στον αέρα, χωρίς στόχο. H αστυνομία πυροβόλησε τους διαδηλωτές. ~ εξ επαφής. ΦΡ ~ στο ψαχνό*. (έκφρ.) μην πυροβολείτε τον πιανίστα*. β. ρίχνω με φορητό πυροβόλο όπλο και χτυπώ κπ.: Tον σκότωσαν πυροβολώντας τον στο κεφάλι. Yπουργός πυροβολήθηκε στα πόδια από τρομοκράτες.
[λόγ. πυροβόλ(ον) -ώ]