Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυροβολητής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυροβολητής ο [pirovolitís] Ο7 : μέλος της ομάδας που χειρίζεται ένα πυροβόλο: Tο κανόνι ανατινάχτηκε και σκότωσε τους πυροβολητές. || (στρατ.) ειδικότητα στο πυροβολικό.

[λόγ. πυροβολη - (πυροβολώ) -τής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες