Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πυροβολαρχία η [pirovolarxía] Ο25 : (στρατ.) μονάδα πυροβολικού αντίστοιχη με το λόχο πεζικού: Διοικητής πυροβολαρχίας.
[λόγ. πυροβόλ(ον) + -αρχία]