Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυρκαγιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυρκαγιά η [pirkajá] Ο24 : 1. φωτιά που παίρνει μεγάλες διαστάσεις και συνήθ. προκαλεί καταστροφές: ~ στο δάσος / σε εργοστάσιο / σε πλοίο. Aίτια / επέκταση / κατάσβεση της πυρκαγιάς. Mεγάλη ~ κατέστρεψε τη Θεσσαλονίκη το 1917. 2. (μτφ.) για άλλες αιτίες καταστροφών: H ~ του πολέμου.

[λόγ. < αρχ. πυρκαϊά & ανάπτ. μεσοφ. [j] για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες