Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυριτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυριτικός -ή -ό [piritikós] Ε1 : (χημ.) που περιέχει πυρίτιο: Πυριτικά ορυκτά / πετρώματα.

[λόγ. < διεθ. pyritic < ελνστ. πυρίτ(ης) -ic = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες