Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πυρηνικός -ή -ό [pirinikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα του ατόμου ή που έχει σχέση με αυτόν· (πρβ. ατομικός): Πυρηνική φυσι κή / χημεία. Πυρηνικές επιστήμες. ~ επιστήμονας. || με αναφορά στη διάσπαση του πυρήνα: Ένας ~ αντιδραστήρας. Πυρηνική αντίδραση / σχά ση / σύντηξη / έκρηξη. α. που προέρχεται από τη διάσπαση του πυρήνα: Πυρηνική ενέργεια. Πυρηνικά καύσιμα / απόβλητα. Πυρηνική βόμβα. β. που λειτουργεί με πυρηνική ενέργεια, με ενέργεια που προέρχεται από τη διάσπαση του πυρήνα του ατόμου: Πυρηνικά όπλα. Πυρηνική κεφα λή. || πυρηνοκίνητος: Πυρηνικό εργοστάσιο / υποβρύχιο. γ. που έχει σχέ ση με τα πυρηνικά όπλα: Πυρηνικές δοκιμές / εκρήξεις. Πυρηνικοί εξοπλισμοί. Πυρηνική δύναμη, κράτος που διαθέτει πυρηνικά όπλα. ~ πόλεμος. ~ χειμώνας, μεγάλη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος από πυρηνικές εκρήξεις. 2. (επιστ.) α. (βιολ.) που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα του κυττάρου ή που έχει σχέση με αυτόν: ~ φάκελος ή πυρηνική μεμβράνη, που καλύπτει τον πυρήνα του κυττάρου. ~ χυμός. || (ιατρ.) ~ ίκτερος. β. (κοινων.): Πυρηνική οικογένεια, που αποτελείται από τους δύο συζύγους και τα άγαμα παιδιά τους.
[λόγ. πυρην- (δες πυρήνας) -ικός μτφρδ. γαλλ. nucléaire & αγγλ. nuclear]