Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυραμιδωτός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυραμιδωτός -ή -ό [piramiδotós] Ε1 : πυραμοειδής.

[λόγ. πυραμιδ- (δες πυραμίδα) -ωτός μτφρδ. γαλλ. pyramidal < αρχ. πυραμίς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες