Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πυραμιδωτός -ή -ό [piramiδotós] Ε1 : πυραμοειδής.
[λόγ. πυραμιδ- (δες πυραμίδα) -ωτός μτφρδ. γαλλ. pyramidal < αρχ. πυραμίς]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. πυραμιδ- (δες πυραμίδα) -ωτός μτφρδ. γαλλ. pyramidal < αρχ. πυραμίς]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |