Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυρίτιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυρίτιο το [pirítio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο που ανήκει στα αμέταλλα: Προέλευση / ιδιότητες / ενώσεις / χρήσεις του πυριτίου.

[λόγ. πυρίτ(ης) -ιον μτφρδ. αγγλ. silicon, σφαλερά εξαιτίας της σημ. `τσακμακόπετρα΄ της λατ. λ. silex, ετύμου του αγγλ. silicon]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες