Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πυρίτιο το [pirítio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο που ανήκει στα αμέταλλα: Προέλευση / ιδιότητες / ενώσεις / χρήσεις του πυριτίου.
[λόγ. πυρίτ(ης) -ιον μτφρδ. αγγλ. silicon, σφαλερά εξαιτίας της σημ. `τσακμακόπετρα΄ της λατ. λ. silex, ετύμου του αγγλ. silicon]