Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυρίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυρίτης ο [pirítis] Ο10 : (λόγ.) τσακμακόπετρα.

[λόγ. < ελνστ. πυρίτης (λίθος) `ορυκτό που χρησιμεύει για παραγωγή φωτιάς΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες