Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πυρέξ το [piréks] Ο (άκλ.) : ονομασία ορισμένου τύπου γυαλιού και ως επίθ.: Kατσαρόλα / ταψί (από) ~. || (επέκτ.) για σκεύος από πυρέξ: Tο φαγητό είναι στο ~.
[λόγ. < αγγλ. Ρyrex σήμα κατατ. (< αρχ. πῦρ)]