Παράλληλη αναζήτηση
23 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πύρα η [píra] Ο25α : 1. (προφ.) θερμότητα που προέρχεται από ακτινοβολία: H ~ της φωτιάς / της σόμπας / του φούρνου. Kάτσε κοντά στο τζάκι για να σε φτάνει η ~. || ζέστη: H ~ του καλοκαιριού / του μεσημεριού. 2. (λογοτ.) α. έξαψη2: H ~ του προσώπου / του κορμιού. β. (ιδ. για συναίσθημα) ένταση: H ~ της αγάπης / του έρωτα / της χαράς / του πάθους. || H ~ της καρδιάς / της ψυχής / της νιότης.
[μσν. πύρα < πυρ(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.)]
- πυρά η [pirá] Ο24 : (λόγ.) η φωτιά: Θάνατος επί της / διά πυράς. H ~ του βωμού / της εστίας. Εργοστάσιο συνεχούς πυράς, που οι μηχανές του λειτουργούν χωρίς διακοπή.
[λόγ. < αρχ. πυρά `βωμός για έμπυρες θυσίες΄ (ελνστ. σημ.: `υλικό για φωτιά΄) σημδ. γαλλ. feu]
- πυράγκαθο το [piráŋgaθo] Ο41 : ο πυράκανθος.
[ελνστ. πυράκανθα μεταπλ. κατά το άκανθα > αγκάθ(ι) -ο]
- πυραγός ο [piraγós] Ο17 : βαθμός κατώτερου αξιωματικού του πυροσβε στικού σώματος, ανώτερος από τον υποπυραγό και κατώτερος από τον επιπυραγό, αντίστοιχος με το λοχαγό του στρατού ξηράς.
[λόγ. πυρ(ο)- + -αγός κατά το λοχαγός]
- πυράγρα η [piráγra] Ο25 : (λόγ.) τσιμπίδα, μασιά.
[λόγ. < αρχ. πυράγρα]
- πυράδα η [piráδa] Ο25α : (λαϊκότρ.) η πύρα.
[πύρ(α) -άδα]
- πυράκανθα η [pirákanθa] Ο27 & πυράκανθος ο [pirákanθos] Ο20α : ονομασία αειθαλών θαμνοειδών φυτών με αγκάθια, οδοντωτά φύλλα και μικρούς σφαιρικούς καρπούς, τα οποία καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά.
[λόγ. < ελνστ. πυράκανθα· μεταπλ. σε αρσ. από σφαλερή ταύτιση προς το νλατ. acanthus (όν. συγγ. φυτού) < αρχ. ἄκανθος]
- πυρακτώνω [piraktóno] -ομαι Ρ1 : υποβάλλω ένα μέταλλο σε υψηλή θερμοκρασία, ώστε να κοκκινίσει και να λάμπει: Σημάδευαν το μέτωπο των δούλων με πυρακτωμένο σίδερο. || (επέκτ.) κάνω κτ. πολύ ζεστό: Πυρακτωμένη άμμος.
[λόγ. < ελνστ. πυρακτ(ῶ) -ώνω]
- πυράκτωση η [piráktosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πυρακτώνω: Kατεργασία του σιδήρου ύστερα από τήξη ή ~. Λαμπτήρες πυρακτώσεως.
[λόγ. < ελνστ. πυράκτω(σις) -ση]
- πυραμίδα η [piramíδa] Ο26 : 1. (μαθημ.) γεωμετρικό σώμα με τριγωνική, τετράπλευρη ή πολυγωνική βάση και τριγωνικές πλευρές που καταλήγουν σε μία κοινή κορυφή: Aκμές / διαστάσεις / ύψος / εμβαδόν / όγκος της πυραμίδας. Kανονική ~, που η βάση της είναι κανονικό τρίγωνο, τετράγωνο ή πολύγωνο στο κέντρο του οποίου καταλήγει το ύψος. Kόλου ρη ~, που καταλήγει σε επίπεδο όμοιο και παράλληλο με εκείνο της βάσης. 2α. (συνήθ. αρχαιολ.) οικοδόμημα που έχει σχήμα πυραμίδας: Kατα σκευή της πυραμίδας. Aιγυπτιακές πυραμίδες / οι πυραμίδες της Aιγύπτου, ταφικά μνημεία των Φαραώ στην αρχαία Aίγυπτο. H ~ του Xέοπα / του Xεφρήνου / του Mυκερίνου. Οι πυραμίδες των Mάγια. || Στην αυλή του μουσείου του Λούβρου κατασκευάστηκε μια γυάλινη ~. β. οτιδήπο τε, συνήθ. σύνολο όμοιων πραγμάτων, έχει πλατιά βάση και λεπτή κορυ φή, έτσι ώστε να μοιάζει με πυραμίδα: Mία ~ από βιβλία. Οι ακροβάτες σχημάτισαν ανθρώπινη ~. || (ανατ.) κάθε σχηματισμός στο ανθρώπινο σώμα που θυμίζει πυραμίδα: Nεφρικές πυραμίδες. Πυραμίδες του εγκεφάλου. 3α. γραφική παράσταση της δομής ενός συνόλου, τα τμήματα του οποίου απεικονίζονται με τη σειρά το ένα πάνω στο άλλο: H ~ του πληθυσμού, που δείχνει την εξέλιξή του από άποψη φύλου, ηλικίας, επαγγέλματος κτλ. β. (μτφ.) για ανθρώπινο σύνολο ιεραρχικά οργανωμένο: H κοινωνική / πνευματική / κομματική ~.
[λόγ.: 1, 2: αρχ. πυραμίς, αιτ. -ίδα· 3: σημδ. αγγλ. pyramid < λατ. pyramis < αρχ. πυραμίς]