Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πυξάρι το [piksári] Ο44 : αειθαλής θάμνος που φυτρώνει σε ορεινές περιοχές, έχει μικρά σκληρά φύλλα και κιτρινωπό ξύλο κατάλληλο για ξυλογλυπτική: Πλαγιά σκεπασμένη από πυξάρια κι άλλα χαμόκλαδα. || το ξύλο του παραπάνω θάμνου: Ποιμενικά εργαλεία καμωμένα από ~.
[ελνστ.(;) *πυξάριον υποκορ. του αρχ. πύξος]