Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυκνώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυκνώνω [piknóno] Ρ1α μππ. πυκνωμένος : κάνω κτ. πυκνό ή γίνομαι πυκνός. ANT αραιώνω. 1α. μειώνω τα κενά διαστήματα μεταξύ προσώπων ή πραγμάτων ή αυξάνω την πυκνότητα, τη συνοχή τους: Πύκνωσε τα γράμματα για να χωρέσει το κείμενο σε μία σελίδα. || αυξάνει η πυκνότητά μου: Πυκνώνει η ομίχλη / το σκοτάδι / το τρίχωμα / το φύλλωμα. Πυκνώνουν τα σύννεφα / τα γένια / τα συγκεντρωμένα πλήθη. β. (για σύστα ση κυρ. υγρών, ρευστών) ρίχνω σε ένα αραιό υγρό ή σε ένα διάλυμα κτ. πιο στερεό: Πυκνώνουμε το γάλα του μωρού με λίγο ρυζάλευρο. 2. κάνω κτ. πιο συχνά, πιο τακτικά, αυξάνω τη συχνότητα: ~ τις επισκέψεις μου σε κπ. || γίνομαι πιο συχνά: Πυκνώνουν τα κρούσματα ληστειών. Tο καλοκαίρι πυκνώνουν τα δρομολόγια των πλοίων.

[αρχ. πυκν(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες