Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πυκνός -ή -ό [piknós] Ε1 : I. ANT αραιός. 1α. (για υλικό σώμα) που τα μικρότερα στοιχεία του, ιδίως τα μόριά του, βρίσκονται πολύ κοντά μετα ξύ τους: Πυκνό διάλυμα. ~ καπνός. Πυκνά σύννεφα. Πυκνό σκοτάδι. Yλι κό σώμα με πυκνή σύσταση. Πυκνή ύφανση. (ψυχ.) Πυκνό χρώμα. β. για τα στοιχεία ενός συνόλου όμοιων πραγμάτων που βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους: Πυκνά μαλλιά / γένια / δέντρα / χόρτα. Πυκνό τρίχωμα / δάσος. Πυκνή γενειάδα / χλόη. Πυκνό πλήθος ανθρώπων / ακροατήριο. Πυκνή παράταξη. Xώρα με πυκνό πληθυσμό, με μεγάλη πυκνότητα. Πυκνή χτένα, με πυκνά δόντια. Πυκνό κόσκινο, με πυκνές τρύπες. || για φυσικά φαινόμενα που εκδηλώνονται με ένταση: Πυκνή βροχή. Πυκνό χιόνι κάλυψε την περιοχή. Πυκνή ομίχλη. 2. (για ενέργειες, πράξεις, γεγονότα) συχνός: Πυκνό χειροκρότημα. Πυκνοί πυροβολισμοί. Πυκνά πυρά. Πυκνή αλληλογραφία. Πυκνά δρομολόγια. II. (για λόγο, προφορικό ή γραπτό) που χωρίς πλατειασμούς εκφράζει πολλά και σύνθετα νοήματα. ANT χαλαρός: ~ λόγος. Πυκνό γράψιμο / ύφος. Πυκνή έκφραση / γρα φή.
πυκνά ΕΠIΡΡ ιδίως στις σημ. I2 και II. (έκφρ.) συχνά* ~. [I: αρχ. πυκνός `συμπαγής, σφιχτά γεμάτος΄· ΙΙ: λόγ. από ελνστ. σημ.]