Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πυκνόρρευστος -η -ο [piknórefstos] Ε5 : (για υγρό) που έχει πυκνή σύσταση, που είναι πηχτός· παχύρρευστος.
[λόγ. πυκν(ός) -ο- + ρευστ(ός) -ος μτφρδ. γερμ. dickflüssig (για τη γραφή -ρρ- δες στο απορρυθμίζω)]