Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πυκνωτικός -ή -ό [piknotikós] Ε1 : I. που λειτουργεί με πυκνωτή: Πυκνωτικό μικρόφωνο. II. που έχει σχέση με την πύκνωση.
[λόγ. < ελνστ. πυκνωτικός `που κλείνει τους πόρους΄ σημδ. αγγλ. condenser]