Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πυθμένας ο [piθménas] Ο2 : η κάτω πλευρά (ιδίως η εσωτερική της επιφάνεια) δοχείου, σκεύους κτλ. το οποίο περιέχει υγρό ή προορίζεται για τοποθέτηση υγρών· πάτος: Ο ~ του βαρελιού / της δεξαμενής / του πηγα διού. || Ο ~ της θάλασσας / της λίμνης, ο βυθός.
[λόγ. < αρχ. πυθμήν, αιτ. -ένα `πάτος της θάλασσας΄]