Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυελικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυελικός -ή -ό [pielikós] Ε1 : που έχει σχέση με την πύελο ή τη νεφρική πύελο.

[λόγ. < διεθ. pyel(o)- = πύελ(ος) + -ic = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες