Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πτώμα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πτώμα το [ptóma] Ο48 : 1. σώμα νεκρού ανθρώπου: Tη σκότωσαν και πέταξαν το ~ στα σκουπίδια. Εξέταση του πτώματος από τον ιατροδικαστή. Tαφή του πτώματος. H θάλασσα ξέβρασε πολλά πτώματα ναυτικών. ΦΡ (θα περάσεις) πάνω από το ~ μου, για επίμονη αντίδραση ή κατηγο ρηματική άρνηση. || Πτώματα ζώων. 2. (μτφ., για πρόσ.) πολύ ταλαιπωρημένος, κουρασμένος: Είμαι / γίνομαι ~, ταλαιπωρούμαι πολύ, από κούραση, αϋπνία κτλ. H γρίπη / η φυλακή τον έκανε ~.

[λόγ. < αρχ. πτῶμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πτωμαΐνη η [ptomaíni] Ο30 : τοξίνη που δημιουργείται κατά την αποσύνθεση πτωμάτων: Έντονη μυρωδιά πτωμαΐνης.

[λόγ. < ιταλ. ptomaina (ή μέσω του γαλλ. ptomaïne) < αρχ. πτῶμα -ina = -ίνη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πτωματικός -ή -ό [ptomatikós] Ε1 : που αναφέρεται στο πτώμα και ιδίως προέρχεται από αυτό: Πτωματικά υγρά / μοσχεύματα. Πτωματική ακαμψία.

[λόγ. πτωματ- (πτώμα) -ικός μτφρδ. γαλλ. cadavérique (διαφ. το ελνστ. πτωματικός `επιληπτικός΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες