Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πτωχευτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πτωχευτικός -ή -ό [ptoxeftikós] Ε1 : που έχει σχέση με την πτώχευση: Πτωχευτικό δίκαιο.

[λόγ. πτωχεύ(ω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες