Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πτωμαΐνη η [ptomaíni] Ο30 : τοξίνη που δημιουργείται κατά την αποσύνθεση πτωμάτων: Έντονη μυρωδιά πτωμαΐνης.
[λόγ. < ιταλ. ptomaina (ή μέσω του γαλλ. ptomaïne) < αρχ. πτῶμα -ina = -ίνη]