Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πτυσσόμενος -η -ο [ptisómenos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος έτσι, ώστε να μπορεί κανείς να τον διπλώσει, να τον μαζέψει, να τον συμπτύξει, για να καταλαμβάνει λιγότερο χώρο: Πτυσσόμενα έπιπλα. Πτυσσόμενο κρεβάτι / τραπέζι / ποδήλατο.
[λόγ. μπε. του αρχ. πτύσσω `διπλώνω΄ μτφρδ. γαλλ. pliant]