Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πτολεμαϊκός -ή -ό [ptolemaikós] Ε1 : (ιστ.) που αναφέρεται στη δυναστεία των Πτολεμαίων της Aιγύπτου: Πτολεμαϊκοί χρόνοι. Πτολεμαϊκή Aίγυπτος.
[λόγ. < ελνστ. Πτολεμαϊκός]