Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πτητικότητα η [ptitikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα ορισμένων υγρών ή στερεών σωμάτων να είναι πτητικά2,να μετατρέπονται εύκολα σε αέριο: Ο αιθέρας, ένα υγρό με μεγάλη ~.
[λόγ. πτητικ(ός)2 -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. volatilité]