Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πτητικός -ή -ό [ptitikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με την πτήση: Πτητική μεμβράνη. Πτητική συσκευή / μηχανή, που μπορεί να πραγματοποιήσει αυτόνομη πτήση. 2. (για στερεό ή υγρό) που έχει την ιδιότητα να μεταβάλλεται εύκολα σε αέριο: Διάφορες πτητικές ουσίες, όπως ο αιθέρας.
[λόγ.: 1: αρχ. πτητικός `που μπορεί να πετάει΄· 2: σημδ. γαλλ. volatil]