Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πτερό το [pteró] Ο38 : (αρχαιολ.) η κιονοστοιχία που συνήθ. περιβάλλει εξωτερικά τους αρχαίους ελληνικούς ναούς.
[λόγ. < ελνστ. πτερόν, αρχ. σημ.: `φτερούγα΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πτερόρροια η [pterória] Ο27 : (ζωολ.) εξαφάνιση, συνήθ. προσωρινή, του πτερώματος των πτηνών.
[λόγ. < μσν. πτερόρροια < πτερ(όν) -ο- + -ρροια κατά το ελνστ. φυλλόρροια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πτεροφυΐα η [pterofiía] Ο25 : (ζωολ.) σχηματισμός, δημιουργία του πτερώματος των πτηνών.
[λόγ. < ελνστ. πτεροφυΐα]