Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πτερνιστήρας ο [pternistíras] Ο2 : (λόγ.) το σπιρούνι.
[λόγ. < μσν. πτερνιστήρ, αιτ. -ήρα (πρβ. μσν. πτερνιστήρα η) < ελνστ. πτερνισ- (πτερνίζω) `χτυπώ με τη φτέρνα΄ -τήρ > -τήρας]