Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πταισματοδίκης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πταισματοδίκης ο [ptezmatoδíkis] Ο10 θηλ. πταισματοδίκης [ptezmatoδíkis] : δικαστής αρμόδιος να εκδικάζει πταίσματα.

[λόγ. πταισματ- (πταίσμα) -ο- + -δίκης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες